Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απογαλακτίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απογαλακτίζω [apoγalaktízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) διακόπτω το θηλασμό, παύω να θηλάζω: Aπογαλακτισμένο αρνί.

[λόγ. < ελνστ. ἀπογαλακτίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
απογαλακτίζω.
  • 1) Kόβω το μητρικό γάλα από το βρέφος, αποθηλάζω:
    • (Διγ. O 1235).
  • 2) Kάνω κ. να χάσει το χυμό του:
    • εάν γαρ απογαλακτίσει (ενν. ο ιέραξ) το κρέας της σαύρας (Iερακοσ. 37122).

[μτγν. απογαλακτίζω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απογαλακτίζω [apoγalaktízo] (& D απογαλαχτίζω) aor απογαλάκτισα
  • stop breastfeeding (a baby), wean (syn αποθηλάζω, αποκύβω):
    • ακόμη δεν απογαλάκτισε το παιδί της

[fr postmed (Somavera) απογαλακτίζω ← MG, PatrG ← K (also pap)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες