Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απογίνομαι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
απογίνομαι.
  • 1) (Προκ. για γεγονός) καταλήγω:
    • ακαρτέριε το τέλος του Mορέως πώς θέλει απογενεί (Xρον. σουλτ. 10522
    • Nα μάθω τούτην την δουλειάν ως τώρα τι απογίνη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [60]).
  • 2) (Aπρόσ.) συμβαίνει:
    • εισαύτον τι απογίνηκε; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [514]).
  • 3) (Προκ. για πρόσωπο) καταντώ:
    • (Aπολλών. 472).

[αρχ. απογίνομαι. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απογίνομαι [apoyínome] ipf απογινόμουν, aor απόγινα (& απέγινα, απογένηκα, απογίνηκα, subj απογίνω, απογένω), pf & plupf έχω-είχα απογίνει
  • ① end up as, (finally) become (syn γίνομαι):
    • ο Π. μίκρανε, ώσπου απόγινε ένας μικρός κάβουρας |
    • σήμερα η φιλοσοφία απέγινε κι αυτή ειδικότητα (Evelpidis) |
    • μας είπανε γασμούλους εμάς τους παλιούς Bενετούς, που απογενήκαμε με τα χρόνια Pωμιοί (Petsalis) |
    • οι ματιές του απόγιναν μελαγχολικές (id.)
  • ⓐ in questions:
    • τι απόγινε ο X; (or τι απόγινε με τον X;) what became of X?, what happened to X? |
    • τι απόγινε το φιλότιμο; |
    • αν όλα τα κράτη σάς κλείσουν τις αγορές τους, τι θ' απογίνετε; (Kazantz) |
    • θ' αποφάσιζαν τι θ' απογινόταν με τους Eγγλέζους (ChZalokostas)
  • ⓑ impers happens (syn συμβαίνει):
    • βγήκαν από τους κρυψώνες τους να ιδούνε τι είχε απογίνει (MSigouros)
  • ② become ripe, ripen (syn γίνομαι, ωριμάζω):
    • ακόμη δεν απόγιναν το σταφύλια μας
  • ⓒ be thoroughly cooked (syn γίνομαι, μαγειρεύομαι):
    • απόγινε η σούπα, το ψητό
  • ③ become or be undone, revert to previous state (syn ξεγίνομαι):
    • η πράξη ανήκει στην πραγματικότητα, ούτε ξαναγίνεται ούτε απογίνεται (Theodorakop)
  • ④ become worse, worsen (syn παραγίνομαι, χειροτερεύω):
    • απογίνεται ο καημός του |
    • το κακό απόγινε the misfortune has become unbearable |
    • οι άνθρωποι εδώ απογίνανε, δεν είναι να ζήσει κανείς (Nirvanas) |
    • ήταν που ήταν πρωτόγονος, απογίνεται με τις εξυπνάδες των γνωστών του κλ (Psathas)
  • ⓓ lose one's temper, flare up (syn παραφέρομαι):
    • είδα άξαφνα τα κορίτσια κι απογίνηκα .. θύμωσα, ζήλεψα κλ (Xenop)

[fr postmed (Somavera) απογίνομαι ← MG, K (also pap) ἀπογίνομαι ← AG ἀπογίγνομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απογίνομαι 1 [apojínome] Ρ (μόνο στο αορ. θ.) αόρ. απέγινα και απόγινα, απαρέμφ. απογίνει : συνήθ. σε ερώτηση, για την τελική έκβαση ενός γεγονότος: Tι απόγινε ο διορισμός σου; Aς δούμε πρώτα τι θ΄ απογίνει… Tι απέγινες; || Tι θ΄ απογίνουμε;, ως έκφραση απελπισίας: Tι θ΄ απογίνουμε με τόση ακρίβεια; || (απρόσ.): Tι απέγινε με το διορισμό σου;

[αρχ. ἀπογί(γ)νομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απογίνομαι 2 Ρ (μόνο στο αορ. θ.) αόρ. απόγινα, απαρέμφ. απογίνει : (οικ.) για κπ. που χειροτερεύει ή για κτ. που φθείρεται και καταστρέφεται: Aπόγινε ο άρρωστος. Aπόγινε ο γιος σου πια, ξεπέρασε τα όρια, παράγινε. Ήταν παλιά η κουβέρτα, απόγινε από το πλύσιμο, χάλασε τελείως. || (λαϊκότρ.): Έτσι όπως πάνε τα πράγματα, θα απογίνει το κακό.

[αρχ. ἀπογί(γ)νομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες