Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποβράζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποβράζω [apovrázo] Ρ2.1α μππ. αποβρασμένος : (λαϊκότρ.) (για φαγητό) 1. ολοκληρώνω το βράσιμο: Aπόβρασε η σούπα. 2. σταματώ να βράζω.

[απο- βράζω ή ελνστ. ἀποβράζω `σταματάω να βράζω΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποβράζω [apovrázo] aor απόβρασα
  • ① trans finish boilling:
    • ~ το κρέας, το νερό
  • ② intr cease to boil:
    • το φαΐ απόβρασε

[fr MG *αποβράζω, cpd w. K βράζω 'boil' or fr K, AG ἀποβράσσω w. aor ἀπέβρασα; the intr sense in Alciphron, 4th c. AD]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go