Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποβουτυρώνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποβουτυρώνω [apovutiróno] -ομαι Ρ1 : με ειδική επεξεργασία αφαιρώ το βούτυρο το οποίο εμπεριέχεται στο γάλα και στα παράγωγά του: Aποβουτυρωμένο γάλα / τυρί.

[λόγ. απο- βούτυρ(ον) -ώ > -ώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποβουτυρώνω [apovutiróno]
  • remove the butterfat or cream, skim (syn ξεβουτυρώνω):
    • ~ το γάλα

[prob fr kath αποβουτυρώ (-όω) or neol]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go