Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποβλακώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποβλακώνω [apovlakóno] -ομαι Ρ1 : για οτιδήποτε θεωρούμε ότι οδηγεί το μυαλό σε αδράνεια και αμβλύνει τις διανοητικές ικανότητες: Θα το αποβλακώσεις το παιδί από το πολύ ξύλο. H τηλεόραση θα μας αποβλακώσει όλους. || συνήθ. για δυσάρεστη έκπληξη: Kαθόταν και με κοίταζε σαν αποβλακωμένος.

[λόγ. απο- βλακ- (δες βλάκας) > -ώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποβλακώνω [apovlakóno] ipf αποβλάκωνα, aor αποβλάκωσα (subj αποβλακώσω), pf & plupf έχω-είχα αποβλακώσει, mediop αποβλακώνομαι, aor αποβλακώθηκα (subj αποβλακωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποβλακωθεί (L)
  • ① turn (s.o.) into an idiot, stupefy, besot, hebetate (syn ξεκουτιαίνω):
    • τον αποβλάκωσε ο έρωτας, το ποτό |
    • οι γιατροί του ψυχιατρείου δίνουν φάρμακα που αποβλακώνουν |
    • ο ανόητος ρομαντισμός μάς είχε απαβλακώσει μιαν ορισμένη περίοδο (Papatsonis) |
    • οι ιδεολογίες απαβλακώνουν και τυφλώνουν τους ανθρώπους (Ploritis)
  • ② mediop αποβλακώνομαι become soft-headed, stupid or besotted (syn ξεκουτιαίνω):
    • στο σχολείο τα παιδιά αποβλακώνονται αντί να μορφώνονται |
    • σας άκουγα να απαγγέλλετε και σα να είχα αποβλακωθεί (Samarakis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποβλακώ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες