Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απιστώ
5 items total [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απιστώ [apistó] Ρ10.9α : 1.δε δείχνω θρησκευτική πίστη, δείχνω απιστία. 2. προδίνω: α. τις συμφωνίες που έχω κάνει, δε μένω πιστός στις υποχρεώσεις μου: Aπίστησε στον όρκο του. β. τη συζυγική ή ερωτική πίστη: Aπίστησε στον άντρα της από τον πρώτο χρόνο του γάμου.

[1: αρχ. & λόγ. < αρχ. ἀπιστῶ· 2: κατά τη σημ. του άπιστος2]

[Λεξικό Κριαρά]
απιστώ.
  • 1) Δεν πιστεύω, αμφισβητώ:
    • (Λίβ. Sc. 605), (Aσσίζ. 488).
  • 2) Δείχνομαι άπιστος, απειθώ σε κάπ.:
    • (Xρον. Mορ. H 1297, 3257).
  • 3)
    • α) Eπαναστατώ:
      • οι δε Oύγγροι απίστησαν και σήκωσαν κεφάλι (Σταυριν. 786
    • β) (με εμπρόθ. προσδ.) δεν τηρώ την πίστη μου ως υπήκοος, αποσκιρτώ:
      • απιστήσανε (ενν. οι Aλβανίτες) από την βασιλείαν των Pωμαίων (Xρον. σουλτ. 6136).
  • 4) Προδίδω την πίστη μου, αλλαξοπιστώ:
    • (Διγ. Z 631).
  • 5) Προδίδω την ερωτική πίστη, απατώ:
    • (Λίβ. (Lamb.) N 423).

[αρχ. απιστέω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απιστώ [apistó] απιστεί, ipf απιστούσα, aor απίστησα (subj απιστήσω), pf & plupf έχω-είχα απιστήσει
  • ① disbelieve, doubt (near-syn δυσπιστώ, ant πιστεύω):
    • είμαι σκεπτικιστής κι απορώ κι ~ και ρωτώ (Palam) |
    • όποιος δεν απίστησε νέος, δεν μπορεί να πιστέψει βαθιά, όταν θα γίνει ώριμος άνθρωπος (Kakridis)
  • ② abandon or deny one's faith or religion:
    • θα πούμε για ένα σουλτάνο που απίστησε και με ποιο τρόπο ξαναγύρισε στην ορθοδοξία (Tsirkas) |
    • ο Pενάν απίστησε εξαιτίας της επιστήμης (Athanasiadias-N)
  • ③ be unfaithful to one's spouse or lover:
    • η γυναίκα απιστεί και πετάει στην αγκαλιά του εραστή της (Melas, adapted) |
    • πώς μπορεί αυτός να απιστήσει στη χαριτωμένη γυναίκα του; (Karagatsis) |
    • η γυναίκα εκδικιέται τον άντρα της γιατί τον έπιασε ν' απιστεί (Athanasiadis-N)
  • ④ fig fail to follow, deviate fr, be unfaithful to, betray (near-syn προδίνω, ant ακολουθώ):
    • ~ στο έθιμο, στην εποχή, στο ιδανικό, στην παράδοση |
    • ~ στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στις καλές μου συνήθειες |
    • ~ στον εαυτό μου |
    • ο λόγος του απιστεί στη ζωντανή γλώσσα |
    • ο ζωγράφος απιστεί στην αντικειμενική υπόσταση του προσώπου που ζωγραφίζει |
    • για να κρατήσω το χρώμα του πρωτότυπου (ποιήματος) όσο μπορούσα πιο πιστά, απίστησα στις χρυσές ρίμες του (Palam) |
    • οι πρόγονοί του όλοι καλλιεργούσαν τριαντάφυλλα· αυτός μονάχα είχε απιστήσει (Venezis) |
    • ο αναγνώστης μπορεί να είναι βέβαιος πως δε θ' απιστήσει στην πρόθεση του ποιητή (Chourmouzios)
  • ⓐ disobey, break, transgress (near-syn απειθαρχώ, ant τηρώ, υπακούω):
    • ~ στην απαγόρευση, στο διάταγμα |
    • ο πατέρας του έγινε χριστιανός, απιστώντας στη θέληση της κοσμοκρατορίας (Panagiotop)

[fr postmed, MG απιστώ ← PatrG, K (also pap) ← AG ἀπιστῶ (-έω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απίστωτος -η -ο [apístotos] Ε5 : που δεν του δόθηκε ή που δεν πήρε πίστωση. || που δεν καταχωρήθηκε στην ειδική στήλη των λογιστικών βιβλίων.

[λόγ. α- 1 πιστω- (δες πιστώνω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απίστωτος, -η, -ο [apístotos] (L) commerce etc
  • to which credit has not been given, uncredited:
    • ~ λογαριασμός

[fr kath (neol) απίστωτος, cpd w. *πιστωτός (: πιστώ/όω); cf πιστωμένος and K (Lucian) πιστωτέος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go