Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απεκκρίνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεκκρίνω [apekríno] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (φυσιολ.) για τις λειτουργίες του οργανισμού κατά τις οποίες αποβάλλονται από τον οργανισμό διάφορες ουσίες.

[λόγ. < ελνστ. ἀπεκκρίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go