Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απαυδώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαυδώ [apavδó] Ρ10.1α αόρ. και απηύδησα, μππ. απαυδισμένος : έχω εξαντλήσει κάθε όριο υπομονής, έχω κουραστεί ψυχικά: Aπηύδησα να σε περιμένω. Kαθόταν σε μια γωνιά απαυδισμένη. Δεν μπορώ πια, απαύδησα!

[λόγ. < αρχ. ἀπαυδῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαυδώ [apav∂ó] απαυδάς, (Myrtiotissa) απαυδεί & (Melissanthi) απαυδίζω, ipf απαυδούσα, aor απαύδησα/απαύδισα (subj απαυδήσω), pf έχω απαυδήσει, είμαι απαυδημένος (or απαυδισμένος) (L)
  • ① become tired (of sth), tire (of), be exhausted (by or w.) (syn αποκάμνω, εξαντλούμαι, κουράζομαι):
    • οι Kύπριοι έχουν απαυδήσει πια να ζουν μέσα στην ένταση |
    • απόψε που σου γράφω είμαι απαυδισμένη, κόπιασα πολύ στο νοσοκομείο (ChZalokostas) |
    • εφτάσαμε μετρώντας πλοία στα τριαντατέσσερα κι απαυδήσαμε πια να μετρούμε (Panagiotop) |
    • poem βρέχει ο ουρανός δρόσο κ' ελπίδα | .. | κ' η γόνιμη γη να γεννά δεν απαυδίζει (Melissanthi)
  • ② lose heart over, be discouraged (syn απελπίζομαι):
    • απαύδησα να περιμένω |
    • δεν πηγαίνουν πια στο θέατρο γιατί απαυδήσανε από τις δυσκολίες για την απόκτηση των εισιτηρίων (Thrylos) |
    • poem τη νανουρίζει σαν παιδί που έχει αρρωστήσει κι απαυδεί (Myrtiotissa)
  • ③ become tired, disgusted or sick (of sth), be fed up (w.) (syn βαριέμαι, μπουχτίζω):
    • πριν τελειώσει η Aκρόπολις, επαναστάτησαν οι σύμμαχοι των Aθηνών που είχαν απαυδήσει να πληρώνουν (ChZalokostas) |
    • ο βασιλιάς θα διορίζει άλλο πρόσωπο κ' ύστερα πάλι άλλο, ώσπου να απαυδήσει η βουλή και να δώσει την έγκρισή της (Christidis EΣ) |
    • poem ζαβλακωμένε γείτονα, σε τι θεό πιστεύεις; | δεν απαυδάς την τράπουλα, δε σε χορταίνει ο πίρος; (Athanas)

[fr kath απαυδώ ← K, AG ἀπαυδῶ (-άω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go