Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απαριθμώ
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαριθμώ [apariθmó] -ούμαι Ρ10.9 : καταμετρώ τα μέρη ενός συνόλου ένα προς ένα. || (επέκτ.) εκθέτω αναλυτικά και κατά σειρά πράγματα ή γεγονότα: ~ τους κινδύνους / τα προσόντα του.

[λόγ. < αρχ. ἀπαριθμῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
απαριθμώ.
  • Διηγούμαι και καταμετρώ:
    • (Διγ. Z 1656).

[αρχ. απαριθμέω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαριθμώ [apariθmó] απαριθμείς, ipf απαριθμούσα, aor απαρίθμησα (subj απαριθμήσω), pass απαριθμούμαι, aor απαριθμήθηκα (subj απαριθμηθώ) (L)
  • enumerate, recount, list (syn αριθμώ L):
    • ~ γεγονότα, γνώμες, δικαιώματα, ευεργεσίες, πλεονεκτήματα, σκέψεις |
    • ~ διεξοδικά, εξαντλητικά, με ακρίβεια, με κάθε λεπτομέρεια |
    • η κάβα διαθέτει τσάι, γάλα, χυμούς, αναψυκτικά .., απαρίθμησε (PIoannidis) |
    • οι αχθοφόροι με ρωτούσαν σε ποιο ξενοδοχείο θα έμενα και μου απαριθμούσαν τέσσερα πέντε (Ouranis) |
    • δεν εννοεί να ξεμπερδέψει τον εχθρό του πριν του απαριθμήσει όλα του τα εγκλήματα (Athanasiadis-N) |
    • μπορεί κάποια από τα χαραχτηριστικά του που απαριθμήθηκαν στο κείμενο να τα συναντήσομε και σε παλιότερα έργα (Karouzos)

[fr kath απαριθμώ ← MG ← K (also pap), AG ἀπαριθμῶ (-έω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go