Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απαλογέρνω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απαλογέρνω [apaloyérno] ipf απαλόγερνα, aor απαλόγειρα (subj απαλογείρω)
  • bend or lean slightly:
    • εκεί που κάθονταν απαλόγειρε κι αποκοιμήθηκε |
    • αβροδίαιτη κυρία που απαλογέρνει τη μέση της κατά το λαό από κενοδοξία (Theodorakop)

[cpd w. γέρνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go