Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντραλεύω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντραλεύω [andralévo] aor αντράλεψα
  • ① grow dazed or giddy (as a result of intense emotion):
    • poem τα μάτια θόλωσαν, αντράλεψαν, γροικάει βουητό, κι ο χάρος |..| τις φτερούγες του άνοιξε κλ (Kazantz Od 18.201)
  • ② intr become aroused, quicken (syn αντραλώνω):
    • και τα χλωρά χεράκια χτύπησε κι αντράλεψε η καρδιά του (Kazantz Od 24.114) |
    • .. και τα κουτσούρια ανθίσαν | κ' οι σπόροι αντράλεψαν και σπουν τη γης κι ανηφορούν στον ήλιο (ib 24.391)
  • ⓐ trans arouse (sexually etc) (syn αντραλίζω):
    • ήταν σαν ένα θηλυκό, μια σκρόφα που τον αντραλεύει (Nikolaidis)

[der of αντράλα, as αντραλίζω and αντραλώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go