Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντραλίζω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντραλίζω [andralízo] mi αντραλίζομαι (& αντραλιέμαι) poet = αντραλεύω 2b:
  • poem ..η λύρα σου ..|..| με νέες σειρήνες τ' αρχαία πέλαγ' αντραλίζει (Konstantinidis-X) |
  • .. (η λάγνα θάλασσα) ριγά από ηδονή | κι όλη αντραλιέται (Spathopoulou)

[fr MG ντραλίζω (Chron. Mor. 4043 τους έχετε δραλίσει)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go