Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιστυλώνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αντιστυλώνω.
  • (Μέσ.) σηκώνομαι παίρνοντας δύναμη ή σηκώνομαι για να προβάλω αντίσταση:
    • αντιστυλώθηκε (ενν. ο σκύλος) και τιναξές του δίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [231]).

[<πρόθ. αντί + στυλώνω. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιστυλώνω [andistilóno]
  • ① support, prop up (syn υποστηρίζω):
    • poem απ' τα κοτρώνια που αντιστύλωναν τα γρήγορα καράβια | .. παίρνει | και ρίχνει κλ (Homer I1 14.410 Kaz-Kakr) |
    • κ' εσύ ν' απλώνεις τη χερούκλα σου να τον αντιστυλώνεις (Kazantz Od 15.643)
  • ② plant o.s. firmly w. legs apart:
    • poem κι ως σίμωσε, τα πόδια του άνοιξε, κι αντιστυλώνοντάς τα, | να 'χει η ριξιά του φόρα, πέτυχε καταμεσής την πόρτα (Homer I1 12.457 Kaz-Kakr)
  • ③ fig support:
    • ήταν ήρεμος, σαν κάτι να τον αντιστύλωνε απομέσα (Terzakis)

[fr MG αντιστυλώνω, cpd w. στυλώνω or der of αντίστυλον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go