Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιστηρίζω [andistirízo] -ομαι Ρ2.1 : σταθεροποιώ κτ. τοποθετώντας αντιστηρίγματα: ~ έναν τοίχο, για να μην καταρρεύσει.
[λόγ. < αρχ. ἀντιστηρίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αντιστηρίζω.
-
- Yποστηρίζω, προστατεύω:
- ευχή … η αντιστηρίζουσά σε από πάσης κακουργίας (Φυσιολ. (Zur.) IXL 216).
[αρχ. αντιστηρίζω]
- Yποστηρίζω, προστατεύω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιστηρίζω [andistirízo] aor subj αντιστηρίξω, mi αντιστηρίζομαι, aor αντιστηρίχθηκε & (D) αντιστηρίχτηκε
- ① prop up, support, buttress:
- όρθωσαν αψηλούς τοίχους για ν' αντιστηρίξουν την οικοδομή
- ② mi αντιστηρίζομαι be propped up on, press against:
- η αγελάδα αντιστήριχτη στα μπροστινά πόδια |
- η βάρκα ελύθηκε και το κουπί αντιστηρίχτηκε στην πέτρα για να ξεμακρύνει (Xenop)
[fr kath αντιστηρίζω ← PatrG, AG]
- ① prop up, support, buttress: