Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντισκόβω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντισκόβω [andiskóvo] &, ντισκόφτω, ipf αντίσκοβα & αντίσκοφτα, aor αντίσκοψα (subj αντισκόψω), mi αντισκόβομαι
  • ① hold back, check, block, interrupt (syn αντικόβω 1):
    • οι περαστικοί αντισκόβανε το περπάτημά τους |
    • το τσιμέντο αντίσκοβε την ορμή του νερού |
    • τίποτε δεν τους αντίσκοβε στ' όποιο τους τόλμημα |
    • ένοιωσε ν' αντισκόβεται η καυτερή του ανάσα (Panagiotop) |
    • poem .. αβόλετο να βγει .. | κανείς μας· κ' ένας μόνο αδείλιαστος θα μας αντίσκοφτε όλους (Homer Od 22.138 Kaz-Kakr) |
    • η ρόδα πήρε φόρα πια κι ουδέ θεός την αντισκόβει (Kazantz Od 11.130)
  • ⓐ interrupt (e.g., s.o. talking), stop s.o. short (syn αντικόβω 1b, διακόπτω):
    • τον αντίσκοψε άγρια, ζωηρά, θαρρετά, ψυχρά |
    • "δε με πείθετε", τον αντίσκοψα οργισμένος (Terzakis) |
    • ο πονεμένος της σκοπός κάθε τόσο αντίσκοβε το κλάμα της (Lappas) |
    • poem σιμώνοντάς τον τον αντίσκοφτε με τα πραγά του λόγια (Homer Il 2.189 Kaz-Kakr)
  • ② fig stop, check, thwart (syn αντικόβω 2):
    • η ερημιά αντισκόβει την καρποφορία |
    • πολλές σκηνές του έργου αντισκόβουν το ξετύλιγμα της πράξης |
    • τον ελληνικό διαφωτισμό θα τον αντισκόψει το πέρασμα του Bούλγαρη μέσα στα γράμματά μας (Dimaras) |
    • δουλεύουν ολονυχτίς ώστε να μην αντισκόβεται καθόλου το έργο της μέρας (Plaskovitis) |
    • η πραγματική μόρφωση δεν αντισκόφτει, αντίθετα ενισχύει την έλλογη δράση (Kasimatis)
  • ⓑ fig interrupt, break:
    • μικρές χαράδρες αντισκόβουν τη συνέχεια των αμπελώνων |
    • poem .. τίποτε στην πλάση | δε μπόρειε την εντάφια μου γαλήνη ν' αντισκόψει (Sikel) |
    • κρίνος και γιούλι' αντίσκοβαν την πλούσια πρασινάδα (Mavilis)

[fr MG αντισκόβω ← K, AG ἀντικόπτω; for present stem cf κόβω/κόφτω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go