Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπροσφέρω [andiprosféro] (L)
- offer in turn, counteroffer:
- η Γαλλία εισάγει πετρέλαιο, σίδερο και μαλλί και αντιπροσφέρει τη γραμμή του Πικασό ή του Mπρακ και τη γραμμή του κομψού φουστανιού (Panagiotop) |
- η ελαττωμένη ψυχική αγρύπνια δραπετεύει από τον περισσό μόχθο αντιπροσφέροντας το χάος (id.)
[cpd w. προσφέρω; cf AG ἀντιπροσφέρω 'bring near in turn' (Xenophon)]
- offer in turn, counteroffer: