Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπράττω [andipráto] aor subj αντιπράξω (L)
- act in opposition, oppose, counteract:
- ήταν ανήμπορος ν' αντιπράξει |
- ο Παπαφλέσας φοβέρισε τους ανθρώπους με θάνατο, αν αντιπράξουνε ή αδιαφορήσουνε για τον αγώνα (Melas) |
- κάποιοι είπαν πως η καθαρεύουσα κέρδισε οριστικά και δεν είναι πλέον καιρός ν' αντιπράξουμε (Palam) |
- poem πώς δεν σας αντιπράττουνε τα φίδια, τα σκουλήκια |..; (Athanas)
[fr kath αντιπράττω ← K (LK, pap), AG]
- act in opposition, oppose, counteract:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπράττων [andipráton] ο, pl αντιπράττοντες (L)
- one acting in opposition:
- οι αντιφρονούντες και οι αντιπράττοντες συμπεριφέρονται εγκληματικά (Papanoutsos)
[substantiv. m of prp αντιπράττων (: αντιπράττω)]
- one acting in opposition: