Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπερνώ [andipernó] αντιπερνά, αντιπερνάει, ipf αντιπερνούσα, aor αντιπέρασα (subj αντιπεράσω)
- ① intr walk on, move on:
- αντιπέρασα χωρίς να δώσω απόκριση |
- αντιπέρασε βρίζοντας |
- θ' αντιπερνούσα, αν δεν έπιανε ξαφνικά τ' αφτί μου κάτι πνιχτούς κρότους (Terzakis) |
- poem .. μιλώ, δε μου μιλάνε· | πικροχαμογελάνε, αντιπερνάνε (Paraschos) |
- κι αλάργα ο Xάλικας αντιπερνάει κι όλες σαστίζου οι ρούγες (Kazantz Od 10.992)
- ② pass or go through without stopping, go by, pass by, pass over:
- αντιπεράσαμε ένα νερόμυλο, ένα χωριό |
- οι στρατιώτες μάς χαιρέτησαν φωναχτά καθώς αντιπερνούσαμε |
- τους αντιπέρασε μια ομάδα μοτοσυκλετιστές |
- στα περιηγητικά ταξίδια καταλήγει κανείς να αντιπερνάει, χορτασμένος, ομορφιές που σ' άλλες στιγμές θα τον συγκινούσαν βαθύτατα (Ouranis) |
- άφηνε αποκάτω του τις χώρες κι αντιπερνούσε τα κορφοβούνια σαν αϊτός (Prevelakis) |
- poem ελπίδα, απελπισιά, ομορφιά, γλυκό παιχνίδισμα κι αλήθεια | τα πέντε μονοπάτια ~, στράτα καινούρια ανοίγω (Kazantz Od 24.861)
- ⓐ fig pass over, ignore (a matter etc):
- αντιπέρασε το θέμα
- ③ get across, cross (syn phr περνώ απέναντι):
- το σκυλάκι δεν μπορούσε ν' αντιπεράσει στην άλλη όχθη |
- poem και το πουρνό στο δρόγγο αντιπερνάει με τέχνη να διαλέξει | δρυγιάδες, πεύκα κλ (Kazantz Od 21.751)
[fr MG *αντιπερνώ, cpd w. περνώ; cf MG (10th c.) αντιπερώ (-άω) 'go across, to cross']
- ① intr walk on, move on: