Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπαρέρχομαι [andiparérxome] Ρ (βλ. παρέρχομαι) : (λόγ.) 1. προσπερνώ κπ. 2. αδιαφορώ, δεν ασχολούμαι με κτ. που συνήθ. στρέφεται εναντίον μου: ~ τις συκοφαντίες / τους υπαινιγμούς κάποιου. Θα αντιπαρέλθω τη λασπολογία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και θα μιλήσω επί της ουσίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιπαρέρχομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπαρέρχομαι [andiparérxome] aor αντιπαρήλθα (subj αντιπαρέλθω) (L)
- ① go past without stopping, pass by:
- αντιπαρήλθα πλάι της σα διαβάτης |
- το τραίνο αντιπαρέρχεται το μικρό σταθμό |
- κοιτάζω ν' αντιπαρέρχονται αστραπιαία κλαριά δέντρων, τηλεγραφικοί στύλοι, μικροί συνοικισμοί (Ouranis)
- ⓐ fig treat as unworthy of regard or notice, disregard, pass by or over:
- ~ τις εκδηλώσεις του φανατισμού, τα φληναφήματα των αντιπάλων |
- ο πρωθυπουργός αντιπαρέρχεται το πρώτο μέρος της επιστολής |
- η κυβέρνηση τα αντιπαρήλθε όλα αυτά σαν ανεπίκαιρα |
- αντιπαρέρχεται το θάνατο μ' ένα επιπόλαιο αναστεναγμό |
- ο τάδε αντιπαρέρχεται τη διάκριση των δυο ζητημάτων (Papanoutsos) |
- αντιπαρερχόμαστε τις στιγμές του εξιμπισιονισμού του Kαβάφη (Spandonidis) |
- βράχος αναισθησίας ο δείνα αντιπαρέρχεται ονειδισμούς και εμπτυσμούς (Palaiologos)
- ② deal or cope w., treat:
- ~ τις εναντιότητες με αξιοπρέπεια |
- αντιπαρέρχεται τα μικρότερα μεγέθη των ελληνικών γραμμάτων με συντομία |
- μόνο βιάζοντας τα γεγονότα μπορεί ο ενορατισμός ν' αντιπαρέλθει το φαινόμενο της μεταβλητότητας της ηθικής συνείδησης (Papanoutsos) |
- ο μυστικιστής αντιπαρέρχεται τον κόσμο με την άρνηση (Theodorakop) |
- ο συγγραφέας αντιπαρέρχεται γοργά τις εικόνες των ακρωτηριασμών (Sachinis)
[fr kath αντιπαρέρχομαι ← K (NT, Strato epigr.), PatrG (4th c. AD)]
- ① go past without stopping, pass by: