Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιμεταθέτω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιμεταθέτω [andimetaθéto] -ομαι, αντιμετατίθεμαι [andimetatíθeme] Ρ (βλ. μεταθέτω) : (λόγ.) κάνω αντιμετάθεση.

[λόγ. αντιμετατίθημι με μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω, ενεργ. < ελνστ. ἀντιμετατίθεμαι `αντικαθίσταμαι΄, κατά τη σημ. της λ. αντιμετάθεση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιμεταθέτω [andimetaθéto] pass αντιμεταθέτομαι (L)
  • transpose mutually:
    • μπορούσε ανάλογα με τις καταστάσεις του κοινού να αντιμεταθέτει τις σκηνές (TKoufop) |
    • ~ τις λέξεις στην πρόταση

[fr kath αντιμεταθέτω, cpd w. μεταθέτω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go