Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αντικόφτω· αντισκόφτω.
-
- Eμποδίζω κάπ. να κάνει κ., τον αναγκάζω να διακόψει την εργασία του:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 162).
[<αρχ. αντικόπτω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, στη λ.)]
- Eμποδίζω κάπ. να κάνει κ., τον αναγκάζω να διακόψει την εργασία του: