Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντικατηγορώ
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντικατηγορώ [andikatiγoró] αντικατηγορείς, aor αντικατηγόρησα (L)
  • ① to countercharge, accuse in return:
    • ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, με την πατερική πανοπλία των συλλογισμών του, προχώρησε και αντικατηγόρησε το Bαρλαάμ (Papantoniou)
  • ② law bring a countercharge, recriminate (syn αντεγκαλώ):
    • ο κατηγορούμενος αντικατηγορεί

[fr kath αντικατηγορώ ← K, AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go