Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιζυγιάζω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιζυγιάζω [andiziyázo] aor subj αντιζυγιάσω, mediop αντιζυγιάζομαι, aor subj αντιζυγιαστώ,
  • counterbalance, counterpoise, counterweigh, offset (syn αντισταθμίζω):
    • οι ηθοποιοί προσπαθούν ν' αντιζυγιάσουν τη νωθρότητα που δείχνει η δράση (Terzakis) |
    • ν' αντιζυγιαστεί με λόγια το βάρος μιας απειλής (id.) |
    • η εγκατάλειψη της γραφής αυτής αντιζυγιάζεται από την τάση για συμμετρία (Charitonidis) |
    • η στυγνότητα της ζωής (του Σπινόζα) αντιζυγιάζεται από την πλήρη πεποίθηση για την ύπαρξή του (Lambridi)

[der of αντιζύγι, by anal. to ζυγιάζω ← postmed (Somavera), PatrG, der of MG *ζύγιν (PatrG ζύγιον); cf PatrG ἀντιζυγόω 'counterbalance']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go