Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιβγαίνω [andivjéno] Ρ (βλ. βγαίνω) : (λαϊκότρ.) 1. είμαι αντίθετος ή εναντιώνομαι σε κπ. 2. ανταγωνίζομαι ή συναγωνίζομαι κπ.
[αντι- βγαίνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιβγαίνω [andivyéno] aor αντιβγήκα
- ① face, confront, cope (w. s.o.) (syn αντιμετωπίζω, εναντιώνομαι, ανταγωνίζομαι):
- μην του αντιβγαίνεις |
- ό,τι κι αν πω όλο μου αντιβγαίνεις |
- το βρίσκαν αδιαφόρετο να πασκίσουν να του αντιβγούνε με λόγια (Vlami) |
- poem δεν πάγω | να κλέψω ή ν' αντιβγώ του νυχτοστρατολάτη |
- | εγώ αγαπώ κλ (Agras)
- ② compete w. s.o. (syn ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, παραβγαίνω):
- αντιβγήκαμε στο πήδημα, στο τρέξιμο |
- ποιος τρομούσε να αντιβγεί τέτοιου θεριού και να τον πιάσει; (Vlami)
[cpd w. βγαίνω]
- ① face, confront, cope (w. s.o.) (syn αντιμετωπίζω, εναντιώνομαι, ανταγωνίζομαι):