Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντεύχομαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντεύχομαι [andéfxome] Ρ (βλ. εύχομαι) : απαντώ σε ευχή κάποιου ευχόμενος και εγώ κτ. γι΄ αυτόν.

[λόγ. αντ(ι)- εύχομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντεύχομαι [andéfxome] aor αντευχήθηκα (L)
  • wish in turn (syn phr ανταποδίδω την ευχή):
    • στη υγειά σας παιδιά! γεια-χαρά, καπετά Γιάννη! του αντευχήθηκε (Karagatsis) |
    • ο πάτερ αντευχήθηκε |
    • ώρες καλές, παιδί μου (Petsalis)

[fr kath (neol) αντεύχομαι, cpd w. εύχομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go