Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντεκδικούμαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντεκδικούμαι [andekδikúme] Ρ10.9β : ανταποδίδω σε κπ. το κακό που έκανε για να εκδικηθεί.

[λόγ. αντ(ι)- εκδικούμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντεκδικούμαι [andek∂ikúme] αντεκδικείσαι, epon. (L)
  • avenge o.s., revenge o.s., take revenge, retaliate (syn ανταποδίδω τα ίσα, ανταποδίδω την εκδίκηση):
    • αντεκδικήθηκε, αλλά δεν κέρδισε τίποτε από την αντεκδίκηση

[fr kath αντεκδικούμαι (neol Koumanoudis), cpd w. kath εκδικούμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go