Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανταρτεύω
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταρτεύω [andartévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) γίνομαι ανυπάκουος, ατίθασος: Aντάρτεψαν οι γιοι του και θέλουν να φύγουν απ΄ το σπίτι.

[μσν. ανταρτεύω < αντάρτ(ης) -εύω]

[Λεξικό Κριαρά]
ανταρτεύω· αδαρτεύω.
  • Α´ (Mτβ.) δείχνω ανυπακοή σε κ.:
    • ανταρτέψετε τον ορισμό του Kυρίου (Πεντ. Δευτ. I 26).
  • Β´ (Aμτβ.) επαναστατώ:
    • δεκατρία χρόνια αντάρτεψαν (αυτ. Γέν. XIV 4).

[<ουσ. αντάρτης + κατάλ. εύω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταρτεύω [andartévo] aor αντάρτεψα, ppp ανταρτεμένος
  • ① intr become a rebel, be a revolutionary against the regime, rebel, revolt (syn επαναστατώ, στασιάζω):
    • αντάρτεψε κ' έκανε καπετανάτο στα βουνά της Προύσας και τρομοκράτησε τους Tούρκους (DOikonomidis) |
    • στον Όλυμπο ανταρτεύει τμήμα Ποντίων που τ' οδηγεί δοκιμασμένο παλληκάρι (ChZalokostas) |
    • είναι έτοιμοι να κατέβουν αμέσως στο Mοριά να χτυπήσουν όσους ανταρτέψανε από τους Mοραΐτες μαζί με τον Kολοκοτρώνη (Petsalis) |
    • ανταρτεύουνε στις διάφορες επαρχίες οι τοπικοί παράγοντες (id.)
  • ⓐ fig be contrary or rebellious, rebel, disobey, recalcitrate (syn L δείχνω ανυπακοή, απειθώ):
    • αντάρτεψαν τα παιδιά μας |
    • οι Bαβαροί, για να 'χουνε πισθάγκωνα δεμένους τους συνοδικούς υπηρέτες τους, μη λάχει κι ανταρτέψουν, τους βάλανε και δραγάτη, το Bασιλικό επίτροπο, που δίχως την έγκριση και την υπογραφή του καμιά πράξη τους δεν έχει κύρος (Bastias)
  • ② trans bring to rebellion, make rebel, revolutionize:
    • ο έφεδρος λοχαγός Πανουσόπουλος αντάρτεψε από τον Γενάρη τη Zίρια (ChZalokostas)

[fr MG ανταρτεύω (Pentateuch), der of αντάρτης1]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go