Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανταίνω· αόρ. έντεσα.
-
- Προσκρούω σε εμπόδιο, «μπλέκομαι» (εδώ σε παροιμ.):
- έντεσα εις την βάτο (Eυγέν. 906).
[<αρχ. αντάω αναλογ. προς ρ. σε ‑αίνω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Προσκρούω σε εμπόδιο, «μπλέκομαι» (εδώ σε παροιμ.):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταίνω s. αντένω.