Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοστεύω [anostévo] Ρ5.2α : (προφ.) ανοσταίνω: Tα πεπόνια ανόστεψαν με τις βροχές.
[άνοστ(ος) -εύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοστεύω [anostévo] aor ανόστεψα
- ① render tasteless or flavorless (syn in ανοσταίνω 1):
- με το πολύ νερό ανόστεψα το φαΐ |
- η τελευταία βροχή ανόστεψε τα σταφύλια
- ⓐ intr lose (its) taste (syn in ανοσταίνω 1b):
- ανόστεψαν οι ντομάτες, τα καρπούζια
- ② fig render unattractive, ungraceful or ugly (syn in ανοσταίνω 2):
- αυτό το φόρεμα με ανοστεύει |
- folks. που την ανόστεψε ο καημός, | τη σούρωσε το κλάμα (Dimitrakos)
- ⓑ become dull, ugly (syn ανοσταίνω 2b):
- η Mπατ στοιχειώνει με την τρεχάλα και το γέλιο της τους χωματόδρομους και τα περιβόλια ενός κόσμου που τώρα ξεθώριασε κι ανόστεψε (Tsirkas)
[fr LMG ανοστεύω (form ανοστεύγω in Ger. Vlachos, 1659), der of άνοστος]
- ① render tasteless or flavorless (syn in ανοσταίνω 1):