Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανορύσσω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανορύσσω [anoríso] aor ανόρυξα, pf έχω ανορύξει (L)
  • dig, dig up or out, excavate:
    • ~χαρακώματα (τάφρους) dig trenches |
    • ~ θεμέλια dig out foundations |
    • με τον ορθολογισμό ανόρυξε μέσα του ένα απύθμενο και ξηρό πηγάδι για να τον τρομάξει, να σκύβει πάνωθέ του και να φωνάζει, χωρίς ποτέ να έρχεται πίσω ο αντίλαλός του (TStephanidis) |
    • poem από μια απύθμενη άβυσσο που έχει η Aπουσία ανορύξει, | πολύαστρη ορθρίζει η μνήμη της, μεσουρανεί και δύει (KEmmanouil)

[fr PatrG ἀνορύσσω (3rd, 4th & 5th c. ← K, AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go