Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανομοιώνω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανομοιώνω [anomióno] aor ανομοίωσα, pass ανομοιώνομαι, ανομοιώθηκε (L)
  • make dissimilar, dissimilate (syn υφίσταμαι ανομοίωση, διαφοροποιώ, ant αφομοιώνω):
    • ανομοιώθηκε το ευ σε ει στο ρήμα Fευπείν  Fειπείν, το λ σε ρ στις λέξεις κεφαλαλγία  κεφαλαργία, flagellum  φραγγέλιον

[fr LK ἀνομοιῶ (-όω) 'make dissimilar' (3rd c. AD) ← AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go