Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανθρωπομορφίζω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωπομορφίζω [anθropomorfízo] mi ανθρωπομορφίζομαι, aor ανθρωπομορφίστηκα
  • anthropomorphize:
    • η Eστία ποτέ δεν ανθρωπομορφίστηκε εντελώς (Nilsson)

[neol, der of ανθρωπόμορφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go