Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθοστολίζω [anθostolízo] -ομαι Ρ2.1 : στολίζω με λουλούδια: Tα μαλλιά της ήταν ανθοστολισμένα. Tο δωμάτιο είναι ανθοστολισμένο.
[ανθο- + στολίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθοστολίζω [anθostolízo] ipf ανθοστόλιζα, aor ανθοστόλισα (subj ανθοστολίσω), mediop ανθοστολίζομαι, aor ανθοστολίστηκα (& ανθοστολίσθηκα) (subj ανθοστολιστώ & ανθοστολισθώ), ppp ανθοστολισμένος
- decorate or adorn w. flowers:
- ανθοστόλισε τον τάφο του μπάρμπα της |
- η αγάπη ρίζιασε μέσα μου σαν τον κισσό που πρασινίζει και ανθοστολίζει τους τοίχους του ερμόσπιτου (Karkavitsas) |
- οι πολιτείες και τα χωριά είχαν ανθοστολισθεί και σημαιοστολισθεί (Thrylos) |
- ο Mάης ανθοστόλιζε τα κατακάθαρα χωριά (Ouranis) |
- poem κ' εσείς όπου πηγαίνατε να ντύστε, | ν' ανθοστολίστε, να μοιρολογήστε (Malakasis) |
- να κόψω λούλουδα, ν' ανθοστολίσω | το μετωπάκι μου, μάνα, το αχνό (Skipis)
[cpd of άνθος & στολίζω]
- decorate or adorn w. flowers: