Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθορροώ [anθoroó] ipf ανθορροούσα (L)
- shed blossoms (syn ανθοβολώ):
- στις αυλές, στους δρόμους ανθορροούν οι καστανιές (Athanasiadis-N) |
- poem ω αξέχαστη πνοή, | που, ως ..| ή ως δέντρο ανθορροεί (Sikel) |
- αγάλλομαι όλος, τ' άγια σου ξεχύνοντας τραγούδια, | να νοιώθω πως ακέριο μου το πνέμα ανθορροεί (id.)
[fr *ανθορροώ, cpd of άνθος & ρόος; cf δακρυρροώ, πυορροώ etc]
- shed blossoms (syn ανθοβολώ):