Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανθολογώ
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθολογώ [anθoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : συλλέγω ποιητικά ή πεζά κείμενα (ή αποσπάσματα), με κριτήριο την ποιότητα ή την αντιπροσωπευτικότητά τους, καταρτίζω ανθολογία.

[λόγ. < αρχ. ἀνθολογῶ `μαζεύω λουλούδια΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. ανθολογία]

[Λεξικό Κριαρά]
ανθολογώ· αθολογώ.
  • 1) Διαλέγοντας συγκεντρώνω (πρόσωπα), στρατολογώ:
    • άλλους ανθολογήσατε εκ νέου απελάτας (Διγ. Gr. 2626).
  • 2) (Προκ. για έκθεση γεγονότων) κάνω επιλογή:
    • (Xρον. Mορ. P 6262).
  • 3) (Προκ. για κτήματα) ξεδιαλέγω το καλύτερο:
    • (Xρον. Mορ. H 7685).

[αρχ. ανθολογέω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθολογώ [anθoloγó] (& ανθολογάω) ipf ανθολογούσα, aor ανθολόγησα (subj ανθολογήσω), pass ανθολογούμαι, prpp ανθολογούμενος, ppp ανθολογημένος (L)
  • ① gather flowers:
    • εκεί π' ανθολογούσαν, σιγοτραγουδούσαν κιόλα (Kondylakis) |
    • folks. και στην κορφή των λουλουδιών μελίσσι ανθολογάει (Epirus)
  • ② fig compile an anthology, to excerpt, anthologize:
    • από τους ελληνικούς νόμους οι Pωμαίοι ανθολόγησαν το περίφημο νομικό σύστημά τους (Palam) |
    • απ' αυτόν τον κύκλο ανθολογήσαμε τα λογοτεχνικώς πιο αξιόλογα κείμενα (Tsatsos) |
    • αν κάποτε επιχειρούσε κανείς ν' ανθολογήσει τα πυροτεχνήματα, που είναι σπαρμένα στο έργο του Π., θα μπορούσε να συνθέσει ένα λαμπρό γνωμολόγιο (Panagiotop) |
    • δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει μ' όλους τους νέους ποιητάς που θα ανθολογούσε (RApostolidis) |
    • ολόκληρα διηγήματα, κομμάτια από μυθιστορήματά του, σκηνές και σελίδες, ακόμα και παράγραφοι, αν ανθολογούνταν προσεχτικά, θα μας αποκάλυπταν έναν από τους πιο ανθρώπινους πεζογράφους μας (Karantonis) |
    • ανθολόγησε από τα ιερά κείμενα όσα σημεία καλούν το παίδεμα των παιδευομένων (Palaiologos)

[fr kath ανθολογώ ← K, AG ἀνθολογῶ (-έω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go