Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανεξικακώ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ανεξικάκως, επίρρ.
  • Yπομονετικά:
    • βασταζέσθω … εμπείρως και ανεξικάκως (ενν. ο ιέραξ) (Iερακοσ. 4099).

[μτγν. επίρρ. ανεξικάκως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go