Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανελίσσω [anelíso] (& Kazantz ανελίγω) aor subj ανελίξω, mi ανελίσσομαι (L)
- ① unroll, unfold, unwind:
- ο ηθοποιός στάθηκε εξωτερικός, θορυβωδώς ρητορικός, μη έχοντας μπορέσει ν' ανελίξει πουθενά μια δική του κλωστή εσωτερικότητας (Lekatsas) |
- τα φίδια που ανελίσσονται στους ανάγλυφους τρίποδες (Varelas) |
- το ρυάκι είχε γίνει έν' άλικο ζωνάρι |
- ανελισσότανε σιγά σιγά, πήγαινε να ζώσει το κλησιδάκι σα νηματοκέρι (Prevelakis) |
- poem χοντρό λευκό ανελίγει σάβανο και κίτρινο αναβόλι (Kazantz Od 3.110)
- ② fig mi ανελίσσομαι change and develop, evolve, advance (syn εξελίσσομαι):
- εκεί δεν απλώνεται μόνο η τελειωμένη δημοκρατία, μα και η δημιουργία που ανελίσσεται από τη γέννα της ίσαμε την κορυφαία στιγμή της (Panagiotop)
[fr kath ανελίσσω ← AG, but surviving also region. (Crete, Rhodes)]
- ① unroll, unfold, unwind: