Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανεβοκατεβαίνω
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεβοκατεβαίνω [anevokatevéno] Ρ (βλ. κατεβαίνω) : α.ανεβαίνω και κατεβαίνω επανειλημμένα: ~ πολλές φορές τη μέρα τις σκάλες. Όλο το πρωί ανεβοκατέβαινα από το ισόγειο στο τελευταίο πάτωμα. Bαρέθηκα ν΄ ~ στα υπουργεία. β. (μτφ., για αξίες, τιμές κτλ.) για υποτίμηση και ανατίμηση που γίνεται διαδοχικά και επανειλημμένα: H τιμή του χρυσού ανεβοκατεβαίνει.

[μσν. ανεβοκατεβαίνω < ανεβ(αίνω) -ο- + κατεβαίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεβοκατεβαίνω.
  • 1) Aνεβαίνω και κατεβαίνω (επανειλημμένα)·
    • (εδώ μεταφ.):
      • Tου κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου (Eρωτόκρ. A´ 1).
  • 2) Πηγαινοέρχομαι πάνω κάτω:
    • (αυτ. B´ 1529).

[<ανεβαίνω + κατεβαίνω. Τ. ανη‑ στο Somav. H λ. στο LBG και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεβοκατεβαίνω [anevοkatevéno] ipf ανεβοκατέβαινα, aor ανεβοκατέβηκα, subj ανεβοκατέβω & ανεβοκατεβώ, ppp ανεβοκατεβασμένος
  • ① go, run or climb up and down, ascend and descend:
    • ανεβοκατεβαίνει ο κόσμος |
    • ανεβοκατεβαίνει το σώμα, το στήθος, το στομάχι, ο λαιμός, η κοιλιά |
    • ανεβοκατεβαίνει το καράβι |
    • ανεβοκατεβαίνουν οι ναύτες, οι πεζοί, οι ανελκυστήρες, τα λεωφορεία, τα κύματα |
    • τα τραμ και τ' αυτοκίνητα ανεβοκατέβαιναν σχεδόν άδεια (Charis) |
    • οι αξιωματικοί ανεβοκατεβαίνουν στα γύρω υψώματα παρατηρώντας με τις διόπτρες (TAthanasiadis) |
    • ένοιωσα τον κόρφο της ν' ανεβοκατεβαίνει στ' αφτί μου (Panagiotop) |
    • poem της τύχης έτσι οι ζυγαριές ανεβοκατεβαίνουν (Palam)
  • ⓐ trans go, run or climb up and down sth, ascend and descend:
    • ~ τα βουνά, τους δρόμους, τις σκάλες τα πεζοδρόμια |
    • κραδαίνοντας την ομπρέλα του, ανεβοκατεβαίνει όλη μέρα τα στενά πλακόστρωτα της Iερουσαλήμ (Theotokas) |
    • ανεβοκατέβαινε ο κόσμος τη μεγάλη σκάλα (Petsalis) |
    • οι κτηνοτρόφοι εξακολουθούσαν ν' ανεβοκατεβαίνουν την Πίνδο (Dakaris)
  • ② fig rise and fall, fluctuate:
    • η τιμή του δολλαρίου ανεβοκατεβαίνει |
    • το ψωμί ανεβοκατεβαίνει

[fr MG ανεβοκατεβαίνω, cpd of ανεβο- (ανεβώ) & κατεβαίνω (cf ανεβοκατεβάζω); ανεβοκατεβασμένος is ppp of ανεβοκατεβάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go