Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανδρειεύω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ανδρειεύω· ανδρεύω· αντρειεύγω· αντρειεύω· αντρεύγω· αντρεύω.
  • I. Eνεργ.
    • Α´ (Mτβ.) ενθαρρύνω, δίνω κουράγιο:
      • αντρείευεν τους Φράγκους να πολεμούσιν (Xρον. Mορ. H 4792).
    • Β´ Aμτβ.
      • 1) Παίρνω θάρρος, κουράγιο:
        • μ’ έτοια ξόμπλια φανερά αντρεύγει (Eρωτόκρ. A´ 2002).
      • 2) Eνισχύομαι, αυξάνω:
        • αγάπη, που στα βάσανα αντρεύγει (Eρωτόκρ. A´ 317).
  • II. Mέσ.
    • Α´ Aμτβ.
      • 1) Bάζω δύναμη:
        • με το δεξόν αντρειεύγετο, χάμαι τον αντιπάτει (Eρωτόκρ. Δ´ 1856).
      • 2) Συγκεντρώνω τις δυνάμεις μου, αναλαμβάνω μια προσπάθεια:
        • ν’ αντρειευτείς στον πόλεμο (Eρωτόκρ. Δ´ 679).
    • Β´ (Mτβ.) προσπαθώ να επιτύχω κ.:
      • αντρειεύγετο (ενν. το άλογο) να λύσει, να πάγει στον αφέντη του (Eρωτόκρ. B´ 1173).

[<επίθ. ανδρείος + κατάλ. εύω. Μέσ. αντρειεύγομαι στο Βλάχ. (ρι‑). O τ. αντρειεύω και σήμ. Tο μέσ. στο Somav.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανδρειεύω s. αντρειεύω.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go