Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανδραγαθώ
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανδραγαθώ [anδraγaθó] Ρ10.9α : κάνω πράξη που απαιτεί και δείχνει ανδρεία, γενναιότητα (ιδίως σε πόλεμο): Aνδραγάθησε στο πεδίο της μάχης.

[λόγ. < ελνστ. ἀνδραγαθῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ανδραγαθώ.
  • Aνδραγαθώ:
    • (Διγ. Esc. 1855).

[αρχ. ανδραγαθέω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανδραγαθώ [an∂raγaθó] (Myriv & Kakr αντραγαθώ) ανδραγαθείς, aor ανδραγάθησα (subj ανδραγαθήσω), plupf είχε ανδραγαθήσει (L)
  • be valiant, perform brave deeds, feats of valor (syn δείχνομαι παλληκάρι, κάνω ανδραγαθήματα):
    • στα παραμύθια ο ήρωας αντραγαθεί (Kakridis) |
    • αντραγάθησε σε δυο πολέμους (Myriv) |
    • ανδραγάθησε στην επανάσταση |
    • πολέμησε κι ανδραγάθησε στο Aλαμέιν |
    • ανδραγάθησε σε πολλές μάχες |
    • ανδραγάθησε στην καταδίωξη της ληστείας που λυμαινόταν τότε τη χώρα (Xenop) |
    • ενυπόγραφη διαταγή προβιβάζει σε ανώτερο στρατιωτικό βαθμό κάποιον Σκορδίλη που είχε ανδραγαθήσει (Floros)

[fr kath ← MG in the form ἀνδραγαθῶ (Digenis, Esc. 1855) ← K ανδραγαθώ (-έω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go