Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναφυσώ [anafisó] Ρ10.1α : φυσώ προς τα πάνω ή δυνατά: Aναφύσησε τα κάρβουνα ν΄ ανάψουν.
[αρχ. ἀναφυσῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναφυσώ.
-
- Φυσώ:
- (Oρνεοσ. 58128).
[αρχ. αναφυσάω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Φυσώ: