Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανατοποθετώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανατοποθετώ [anatopoθetó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) θέτω (ένα θέμα, ζήτημα κτλ.) υπό συζήτηση σε διαφορετική βάση.

[λόγ. ανα- τοποθετώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανατοποθετώ [anatopoθetó] ανατοποθετείς, mediop ανατοποθετούμαι (L)
  • ① put back (in place), restore:
    • είναι ανάγκη .. να ανατοποθετηθούμε πιο στερεά μέσα στα πράγματα (Tsatsos)
  • ② put in another place or arrangement, reorganize:
    • το βιβλίο δεν αξίζει παρά ως επίδραση .. σαν ενέργεια ικανή να προκαλέσει μετακινήσεις μέσα μας, να ανατοποθετήσει τον κόσμο μας (Chatzinis) |
    • οι μεταβατικές εποχές είναι αναθεωρητικές, ανατοποθετούν τις αξίες (Panagiotop) |
    • ο κόσμος μας .. ανατοποθετείται συνεχώς, κάτω από όλο και νέες προοπτικές (Chatzinis) |
    • στο ποίημα .. ο ποιητής ανατοποθετείται στο τελευταίο σύνορο ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο (Spandonidis)

[fr kath (Koumanoudis) ανατοποθετώ, cpd of ανα- & K τοποθετῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go