Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναστομώνω [anastomóno] -ομαι Ρ1 : κάνω αναστόμωση.
[λόγ. αναστό μ(ωσις) -ώ > -ώνω (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. anastomoser (< anasto mose = αναστόμωσις)]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. αναστό μ(ωσις) -ώ > -ώνω (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. anastomoser (< anasto mose = αναστόμωσις)]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |