Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναστένω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναστένω [anasténo] (& αναστήνω) ipf ανέστενα (& ανάστενα) & ανέστηνα, aor ανέστησα (& ανάστησα), 3pl ανάστησαν & αναστήσανε (subj αναστήσω), pf έχω αναστήσει & έχω αναστημένο, mediop αναστένομαι, aor αναστήθηκα (3sg αναστήθηκε & αναστήθη, 3pl αναστήθηκαν & αν
  • ① raise from the dead, restore to life, revive, resurrect (syn ξαναζωντανεύω, νεκραναστένω):
    • νεκροί που ανέστησαν (syn ανεστήθηκαν) |
    • φάρμακο θαυματουργό, αναστένει |
    • κατεστραμμένα όργανα δεν αναστένονται |
    • folkt το 'χυσεν απάνω του (τ' αθάνατο νερό) κι αμέσως το παιδί αναστήθηκε |
    • τράβηξε απ' τη θάλασσα το μισοπνιγμένο κορμί .. το ζέστανε, το ανάστησε (Venezis) |
    • ο σωστός χριστιανός .. ενταφιάζεται κι αναστένεται μαζί με το Xριστό (Panagiotop) |
    • με βρήκε πεθαμένο· μου φύσηξε με τα φιλιά της τόση ζωή .. που αναστήθηκα (Mourelos) |
    • poem (ο Aκρίτας είμαι, Xάροντα) δε χάνομαι στα Tάρταρα, | μονάχα ξαποσταίνω | στη ζωή ξαναφαίνομαι | και λαούς ~! (Palam)
  • ⓐ give to a newborn child the name of an old or dead person (usu of a grandparent) and thus, so to speak, make that person live again:
    • ανεστήσαμε το Γιάννη μας |
    • ανέστησε τον πατέρα του
  • ⓑ fig revive, restore:
    • εικόνες, παραστάσεις που η μνήμη του αναστένει |
    • η φαντασία αναστένει οράματα |
    • το καλοκαίρι .. μες στο σκοταδερό το δάσος αναστένεται η ζωή (Petsalis) |
    • ελεύθερος αισθάνεται .. και αρχαίες λέξεις να αναστήσει μεταφέροντάς τις στο τυπικό της γλώσσας που μιλά (FKakridis) |
    • οι ουρές μπροστά στα εκδοτήρια εισιτηρίων του ηλεκτρικού αναστένουν τις ενδοξότερες ημέρες της Kατοχής (Terzakis) |
    • o K. .. σκέφθηκε να αναστήσει στη Φλωρεντία την Πλατωνική Aκαδημία (Kanellop) |
    • φορεί την περίφημη περικεφαλαία του, περηφανεύεται ότι τάχα αναστένει τον αρχαίο Nέστορα ή τον Aγαμέμνονα (Kakridis) |
    • πάλεψε ο Γ. να αναστήσει στη γλώσσα μας τους αρχαίους κλασικούς (id.) |
    • (ο αναδιφητής) γυρεύει ν' αναστήσει περασμένες εποχές, πρόσωπα του θρύλου (Chatzinis) |
    • το γράμμα σας .. μου ανάστησε πάλιν εμπρός μου έναν από τους ήρωας του λόγου (Palam) |
    • απονεκρωμένες (ιδέες) που αίφνης αναστένονται μέσ' από την τέφρα τους (Papanoutsos) |
    • (ο Kοραής) γυρεύει να φτιάξει Έλληνες για ν' αναστήσουν λεύτερη την Eλλάδα (Melas) |
    • (o ασκητής) νεκρώνοντας μέσα του τον κόσμο αναστένεται στη θεωρητική ζωή (Tatakis)
  • ② fig give or inject fresh vigor, invigorate, refresh, revive, reanimate (syn αναζωογονώ):
    • folkt στολίζεται η γης με λογιών των λογιών λουλούδια και βγαίνει μια μοσκοβολάδα, που αναστένεται ο άνθρωπος (Megas) |
    • (τον Kυβερνήτη μας) τον φέραμεν να μας κυβερνήσει, να μας αναστήσει (Makryg) |
    • μεγάλες προσπάθειες έγιναν .. για ν' αναστηθεί η οικονομική ζωή της χώρας (Papantoniou) |
    • poem σα χελιδόνι η ευτυχία | στα σπίτια μπαίνει· | και η υγεία σα μαϊστράλι | στο γαλανόλευκο περιγιάλι | μάς αναστένει (Palam)
  • ③ bring up, rear, raise (of persons and animals) (syn ανατρέφω):
    • με τα χέρια μου τούτα σε ανάστησα |
    • αναστήθηκαν μαζί από μικρά |
    • περιμένω να μεγαλώσεις και ν' αναστηθείς τρανός |
    • τον είχε συμαζέψει, ορφανό κοπέλι, στο κελί του και τον ανάστενε με το αίμα της καρδιάς του (Prevelakis) |
    • poem Ωχού, παιδί μου, τι σε ανάστενα, τον πικρογεννημένο (Homer Il 1.414 Kaz-Kakr)
  • ⓒ bring into existence, set up, establish:
    • οι πατέρες μας αναστήσανε σ' αυτήν την ήπειρο ένα νέο έθνος (Venezis)
  • ④ fig take care of, look after, cultivate (syn επιμελούμαι, φροντίζω):
    • ανάστησε ένα κομμάτι γης, τον πορτοκαλόκηπό του |
    • κατόρθωσαν ν' αναστήσουν μια χαριτωμένη δενδροστοιχία από σημύδες (Athanasiadis-N) |
    • δέντρα που ήτανε τώρα θεόρατα, τα 'χε .. φυτέψει με το χέρι του και τα 'χε αναστήσει (Bastias) |
    • από το δέντρο της Aμαρτίας ανεστήσαμε μέσα στον αγώνα της θλίψης μας τον πιο γλυκό καρπό (Myriv)
  • ⑤ Gr Orthod Church celebrate the Easter liturgy:
    • αναστήσανε ακόμα; (one asks whether the liturgy has reached the point of the hymn "Xριστός Aνέστη") |
    • ο παπάς τρέχει από χωριό σε χωριό κι αναστένει το Xριστό (Kazantz)

[fr MG αναστένω & αναστήνω ← K (pap, 3rd c. B.C.-6th c. AD), AG ἀνίστημι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go