Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασκοπώ [anaskopó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω ανασκόπηση.
[λόγ. < αρχ. ἀνασκοπῶ `εξετάζω καλά, λογαριάζω περασμένα γεγονότα΄ σημδ. γαλλ. réviser & αγγλ. review]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασκοπώ [anaskopó] ανασκοπείς, aor ανασκόπησα (subj ανασκοπήσω) pass ανασκοπούμαι, (L)
- ① recall (to mind), recollect, meditate on (past events) (syn αναλογίζομαι, αναπολώ):
- ο M. ανασκοπεί .. τον καιρό που έχει περάσει, τα έργα που έπραξε κλ (Panagiotop) |
- παιδιάστικες αναμνήσεις .. που όταν κάποτε ανασκοπούμε τη ζωή μας .. πειθόμαστε πως είναι από τις σπάνιες στιγμές (KPolitis)
- ② review, reconsider (syn επανεξετάζω):
- ~ μια μακρά χρονική περίοδο |
- ~ το παρελθόν και προβλέπω το μέλλον |
- στην πραγματεία .. ανασκοπούνται και οι απόψεις των μελετητών του 19ου αιώνα (Platis)
- ⓐ consider, weigh, evaluate, reckon (syn αναμετρώ,:
- (αυτά τα κείμενα) θα μπορούσαν να βοηθήσουν το μεγάλο πλήθος των ελλήνων πολιτών ν' ανασκοπήσει σωστά, να σκεφθεί και να διαμορφώσει ξεκάθαρη γνώμη (Peponis) |
- ανασκοπώντας το πλήθος των λόγων .. μάταια αναζητούμε .. τις αρετές των κλασικών μας ρητόρων (Tsatsos) |
- poem κάθισα εδώ και ~ χρησμόν ανανεωμένο | που βρίσκει πλήρωση βραδεία στο γύρισμα του κύκλου (Papatsonis)
- ③ make a résumé, summarize (syn συγκεφαλαιώνω):
- ο κριτικός ανασκόπησε το θεατρικό 1947 |
- ο Πλάτων στην αυτοβιογραφία του αυτή, ανασκοπεί σύντομα τη ζωή του (Theodorakop)
[fr AG, K ἀνασκοπῶ]
- ① recall (to mind), recollect, meditate on (past events) (syn αναλογίζομαι, αναπολώ):