Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανασκαλώνω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανασκαλώνω [anaskalóno] (& ανεσκαλώνω) ipf ανεσκάλωνα, aor ανεσκάλωσα (subj ανεσκαλώσω)
  • ① clamber up, scrable up, climb (of people) (syn σκαρφαλώνω, L αναρριχώμαι):
    • τα παιδιά ανεσκαλώνουν στα σίδερα του καγκελώματος |
    • ανεσκάλωσε στο δώμα της εκκλησιάς |
    • δέντρο γερτό .. μπορεί κανείς ν' ανεσκαλώσει στη ράχη του (Myriv) |
    • ο ιππότης ανεσκάλωνε στο ψηλό πεζούλι .. κ' έκλεβε το τριαντάφυλλο για τη νεαρή του ντουλσινέα (id.)
  • ② climb, creep up (of plants):
    • οι περιπλοκάδες ανεσκάλωσαν πάνω στα δέντρα

[cpd of ανα- & MG σκαλώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go