Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανασκάβω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανασκάβω [anaskávo] -ομαι Ρ4 : (λογοτ.) σκάβω τινάζοντας τα χώματα προς τα πάνω: Οι οβίδες ανάσκαβαν το χώμα.

[αρχ. ἀνασκάπτω μεταπλ. κατά το σκάπτω > σκάβω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασκάβω s. ανασκάφτω.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go