Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναρωτώ,
- βλ. ανερωτώ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρωτώ [anarotó] (region. & lit ανερωτώ) αναρωτάς, ipf αναρωτούσα, aor αναρώτησα & ανερώτησα (subj αναρωτήσω), mediop αναρωτιέμαι & ανερωτιέμαι (& αναρωτιούμαι, 3sg αναρωτιέται & L αναρωτάται, 3pl αναρωτιούνται & αναρωτιόνται), ipf αναρωτιόμουν (3sg αναρωτιόταν(ε), 1pl αναρωτ
- ① ask in order to learn, inquire, probe:
- μου αρέσει ν' ~ |
- αναρωτάει το γείτονα, τ' αγόρια, τους δικούς του |
- ο αστυφύλακας αναρωτάει για την ταυτότητα του νεκρού |
- poem σκύβει κι αναρωτάει το βασιλιά τι απηλογιά να δώσει (Kazantz Od 10.643) |
- τόσον καιρό μαζί σου ζω, μονιά, κι ακόμα αναρωτάς με; (ib 16.904) |
- εγώ σ' αυτά που μ' αναρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια (Homer Il 10.413 Kaz-Kakr)
- ② search:
- poem και το άλλο χέρι αντήλιο το κρατάς κι αναρωτάς τη στράτα (Kazantz Od 19.118)
- Ⓐ mi αναρωτιέμαι (& ανερωτιέμαι) ask o.s., query, ponder, wonder (syn L διερωτώμαι):
- αναρωτιέμαι αν το είπε |
- αναρωτιέμαι για κάτι e.g. αναρωτηθήκατε ποτέ για την ευτυχία σας; (Venezis) |
- αναρωτιούμαστε τι μας χρειάζεται |
- οι άνθρωποι αναρωτιόνταν or αναρωτιόντουσαν μεταξύ τους τι συμβαίνει |
- αναρωτιέμαι το γιατί |
- αναρωτιέται κανείς |
- γιατί γίνεται αυτό; |
- αναρωτιόμασταν γιατί όλη αυτή η ταλαιπωρία |
- πού πάμε! αναρωτιέται ο κόσμος ανήσυχα |
- γιατί πολεμούμε, βρε παιδιά; τ' αναρωτηθήκατε ποτέ σας; (TAthanasiadis) |
- πώς περνούν τη ζωή τους; αναρωτιέται κανείς (Theotokas) |
- αναρωτιέται |
- "να φύγω ή να μείνω;" (Roufos) |
- αναρωτιούμαι μήπως έφταιγα αληθινά σε κάτι (Theotokas) |
- αναρωτιόνταν όλοι τι θα γίνει τώρα (Terzakis) |
- αναρωτιέμαι καμιά φορά αν είμαι άντρας σωστός ή κανένα κνώδαλο (id.) |
- αναρωτιέσαι πού είναι αυτός ο περίφημος πατριωτισμός, πού είναι η πολυθρύλητη ευφυΐα μας (Palaiologos) |
- αναρωτιέται μήπως υπάρχει τρόπος τεχνητής νεκροφάνειας (Louros) |
- ο ήρωας αναρωτιέται αν δεν αντικρύζει μια θεά (Kakridis) |
- αναρωτιέται κανείς πόση νόηση χρειάζεται για ν' απογριφωθούν όλα αυτά (Theodorakop) |
- poem ας μην αναρωτιούμαι κι ό,τι βγει χίλια καλώς να ορίσει! (Kazantz Od 17.503) |
- είπε, κι ο Δήφοβος διχόγνωμος ανερωτήθη τότε, | πίσω να στρέψει, στους αντρόκαρδους τους Tρώες κλ (Homer Il 13.455 Kaz-Kakr)
[fr MG ανερωτώ & αναρωτώ (Kriaras' Lex) ← AG ἀνερωτῶ]
- ① ask in order to learn, inquire, probe: