Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναρτώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναρτώ [anartó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : (λόγ.) κρεμώ κτ. από κάπου: Zωγραφικοί πίνακες αναρτημένοι στους τοίχους.

[λόγ. < αρχ. ἀναρτῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναρτώ [anartó] αναρτάς, ipf αναρτούσα, aor ανάρτησα & ανήρτησα (subj αναρτήσω), pf έχω αναρτήσει, pass αναρτώμαι, αναρτάται, aor αναρτήθηκα (subj αναρτηθώ), pf είναι ανηρτημένος & αναρτημένος, (L)
  • hang (up), sling, suspend (syn κρεμώ):
    • αναρτά έξω από το κελί προκήρυξη |
    • αποπάνω αναρτήθηκαν σε τρεις σειρές οι εικόνες (Theotokas) |
    • (το προσωπείο) το αναρτούσαν σε κορμούς δέντρων ή σε κολόνες που τις έντυναν με ενδύματα (Brouskari) |
    • γκραβούρες .. είναι κάποτε αναρτημένες στους ψάθινους τοίχους (Thrylos) |
    • κορίτσια και έφηβοι διαρκώς σε κυνηγούν για να σου πουλήσουν και να σου αναρτήσουν γύρω στο λαιμό ένα λουλουδένιο στεφάνι (id.) |
    • έξω από μαγαζιά είναι ανηρτημένα μεγάλα πανό "εκπτώσεις", "ξεπούλημα" (Tachidromos) |
    • στους κίονες των στοών θα ανήρτησε ο Πύρρος τις ρωμαϊκές ασπίδες, λάφυρα πολέμου (Dakaris) |
    • μερικοί είχαν αναρτήσει φαναράκια στα κάγκελα των μπαλκονιών τους (Ouranis) |
    • αναρτούσαμε τα όπλα μας και τα ρούχα μας σε κρεμάστρες καμωμένες από κομμάτια κλαριών μπηγμένων στον αχυρένιο τοίχο του καλυβιού (id.) |
    • τράβηξαν προς το παρλαμέντο και αξίωσαν να αναρτηθεί η σημαία μεσίστιος (Athanasiadis-N)

[fr K, PatrG ἀναρτῶ (-άω) ← AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go