Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναρρυθμίζω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναρρυθμίζω [anariθmízo] (L)
  • reorder, recreate:
    • poem ώσπ' όλος, | χώριος ήλιος, | εξεχείλιζε τη Xάρη | κι αναρρύθμιζε την Πλάση, | που νεκρή ήταν, | φεγγοβόλα, | αναστημένη στο θεϊκό τού Λόγου του χορό (Sikel)

[fr LK, PatrG ἀναρρυθμίζω, cpd w. ρυθμίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go